Άγγελος Ευαγγέλου
(Λέκτορας Συγκριτικής Λογοτεχνίας, Πανεπιστήμιο Kent – Ηνωμένο Βασίλειο)
Ασκήσεις ακροβασίας. Μεταφράζοντας την ποίηση του Ανδρέα Γεωργαλλίδη
[Ανδρέας Γεωργαλλίδης, ελάχιστα περισσότερο άδειο, (μτφρ.: Άγγελος Ευαγγέλου), Αθήνα, εκδ. Ίαμβος 2018 | Ανακοίνωση | «Σπίτι της Κύπρου» | Αθήνα, 23 Νοεμβρίου 2018]
Με τις γλώσσες του κόσμου να αριθμούν, σήμερα, πάνω από επτά χιλιάδες, η μελέτη των λογοτεχνικών ή οποιονδήποτε άλλων κειμένων σε μετάφραση αποτελεί αδιαμφησβήτητη ανάγκη ακόμα και για τους πιο ταλαντούχους πολύγλωσσους και γλωσσολόγους. Δεν είναι καθόλου τυχαίο λοιπόν, που η Θεωρία και οι Σπουδές της Μετάφρασης αναπτύσσονται ραγδαία και συμπεριλαμβάνονται, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, στα προγράμματα των τμημάτων των Σπουδών Λογοτεχνίας παγκοσμίως.
Γι’ αυτό το λόγο, και προτού στραφώ στην μεταφραστική μου ενασχόληση με την ποίηση του Ανδρέα Γεωργαλλίδη, θα παραθέσω μια πάρα πολύ σύντομη ιστορική αναδρομή, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, ούτως ώστε να εξηγηθεί o τρόπος με τον οποίο τα ιστορικά, ιδεολογικά και αισθητικά συμφραζόμενα μιας εποχής επηρεάζουν την προσέγγιση που υιοθετεί ο μεταφραστής απέναντι στο πρωτότυπο κείμενο αλλάζοντας συνεπώς – μερικές φορές ριζικά – το αποτέλεσμα της μετάφρασης.
Ήδη από την προ Χριστού περίοδο, όταν οι Ρωμαίοι αποκτούν την ανάγκη αξιοποίησης των Αρχαίων Ελληνικών έργων, αναπτύσσεται όχι μόνο η πρακτική αλλά και η Θεωρία της μετάφρασης. Ο Ρωμαίος φιλόσοφος, πολιτικός, δικηγόρος και ρήτορας Κικέρωνας, που έζησε από το 106 μέχρι το 43 π.Χ., καθιερώνει τις βασικές αρχές της μετάφρασης, η οποία, λίγο πολύ, κατανοείται σαν μια μορφή πολιτιστικού ιμπεριαλισμού. Προτεραιότητα δεν είναι η όποια πιστότητα ή ο σεβασμός στο πρωτότυπο αλλά η απόδοση του νοήματος στη γλώσσα του μεταφραστή με έναν τρόπο «φυσικό», δημιουργώντας την εντύπωση ή την ψευδαίσθηση ότι το μεταφρασμένο κείμενο δεν υπέστη ποτέ καμία μετάφραση, αλλά ότι είχε γραφεί στην δεύτερη γλώσσα εξαρχής.
Ο Άγιος και διανοούμενος Ιερώνυμος (ο οποίος μετέφρασε την Ελληνική Βίβλο στα Λατινικά τον 5ο αιώνα μ.Χ.), γράφει ότι «ο μεταφραστής αντιμετωπίζει το νόημα του πρωτοτύπου ωσάν να είναι παγιδευμένο ή φυλακισμένο, και το οποίο (νόημα), ο μεταφραστής εμφυτεύει στην δική του γλώσσα με την ισχύ και τον ετσιθελισμό του κατακτητή».1 Μέχρι και την εποχή της Αναγέννησης που απλώνεται από τον 15ο μέχρι και τον 17ο αιώνα, και παρόλη τη στροφή στον κλασικό πολιτισμό και τον θαυμασμό που απολάμβαναν οι κλασικές γλώσσες και τα κλασικά κείμενα, η νοοτροπία όσον αφορά στη μετάφραση ακολουθεί ως επί το πλείστον, αυτή την πρώτη θεωρία μετάφρασης βασισμένη στις αρχές του Κικέρωνα.
Αυτή η νοοτροπία αλλάζει ριζικά γύρω στα τέλη του 18ου αιώνα με την εμφάνιση του κινήματος του Ρομαντισμού, μέσα στο οποίο οι έννοιες της αυθεντικότητας και της πνευματικής ιδιοκτησίας εξασφαλίζουν τον απόλυτο σεβασμό στη φύση και τις ιδιαιτερότητες του πρωτότυπου κειμένου. Ο φιλόσοφος, γλωσσολόγος, διπλωμάτης και μεταφραστής Βίλχελμ φον Χούμπολτ (1767-1835), επισημαίνει ότι «οι ασάφειες οι οποίες περιλαμβάνονται στο πρωτότυπο και οι οποίες είναι αναπόσπαστο μέρος του χαρακτήρα και της φύσης του έργου, θα πρέπει να διατηρούνται και στη μετάφρασή του».2 Μια τέτοια προσέγγιση όμως, συχνά οδηγεί στην αυστηρή και συντηρητική θέση η οποία αξιώνει ότι η μετάφραση είναι κάτι το αδύνατο, δηλαδή, δεν είναι δυνατό να υλοποιηθεί. Ξεγελάμε τον εαυτό μας όταν νομίζουμε ότι ένα κείμενο αποδίδεται σε μετάφραση με ακρίβεια. Είναι σε συνάφεια με αυτή τη λογική που έχουν διατυπωθεί στερεότυπες πλέον θέσεις, όπως: «καμία μετάφραση δεν είναι τόσο καλή όσο το πρωτότυπο», «η μετάφραση περιέχει μίαν παραδοξότητα», «ο μεταφραστής είναι προδότης», κλπ.
Μία πιο μετριοπαθής αξίωση αλλά μέσα στο ίδιο πλαίσιο, επισημαίνει ότι μια μετάφραση είναι μόνο μία κατά-προσέγγιση απόδοση του πρωτοτύπου και ότι στη μετάφραση χάνονται πάρα πολλά πράγματα. Αυτό σε ένα βαθμό είναι αλήθεια, και ειδικότερα όταν πρόκειται για την μετάφραση ενός ποιήματος. Κάτι που ξεχωρίζει την ποίηση από την πεζογραφία είναι, ακριβώς, ότι στην ποίηση, η σχέση μεταξύ μορφής ή φόρμας (δηλαδή, του ποιητικού μέτρου, του ρυθμού, της ενδεχόμενης ομοιοκαταληξίας, της συγκεκριμένης σύνταξης, της χρήση των σημείων στίξης , κ.λπ) από τη μία πλευρά, και του νοήματος, από την άλλη, είναι πολύ πιο ισχυρή. Άρα, μπορεί κάποιος να μεταφράσει με περισσότερη ακρίβεια το νόημα θυσιάζοντας το ρυθμό και την ενέργεια του ποιήματος ή, αντίστροφα, μπορεί να επιλέξει μία πιο πιστή απόδοση του ρυθμού, θυσιάζοντας, σε κάποιο βαθμό, την εννοιολογική υπόστασή του.
¹ Βλ. Hugo Friedrich, “On the Art of Translation”. Theories of Translation: An Anthology of Essays from Dryden to Derrida, eds. Rainer Schulte and John Biguenet. Chicago: University of Chicago Press, 1992, p.12.
² Βλ. John Dryden, “On Translation”. Theories of Translation: An Anthology of Essays from Dryden to Derrida, eds. Rainer Schulte and John Biguenet. Chicago: University of Chicago Press, 1992, p.16.
Κατεβάστε – Ελάχιστα περισσότερο άδειο [Α. Ευαγγέλου] 2018