Mariia Pshenychna
(Λέκτορας στο Τμήμα Ιστορίας Ξένης Λογοτεχνίας και Κλασικής Φιλολογίας, Εθνικό Πανεπιστήμιο V.N. Karazin Kharkiv)
Το έργο Ελάχιστα Περισσότερο Άδειο του Ανδρέα Γεωργαλλίδη
[Ανδρέας Γεωργαλλίδης, ελάχιστα περισσότερο άδειο, (μτφρ.: Άγγελος Ευαγγέλου), Αθήνα, εκδ. Ίαμβος 2018 | Κριτικό Σημείωμα | Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Κυπριακή Εστία, τχ. 4 (2020)]
{Στο παράρτημα επισυνάπτεται το κείμενο στη ρωσική γλώσσα}
Η ποιητική συλλογή του Ανδρέα Γεωργαλλίδη Ελάχιστα περισσότερο άδειο (Ίαμβος 2018) μπορεί να θεωρηθεί ένα εντυπωσιακό παράδειγμα της σύγχρονης λογοτεχνίας, καθώς απορρόφησε τις πολυάριθμες λογοτεχνικές τάσεις, οι οποίες με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συνδέονται με τον μεταμοντερνισμό («κρίση του είδους», «εξαφάνιση της πραγματικότητας», «κρίση της γλώσσας» κτλ.). Το κύριο γνώρισμα της ποιητικής συλλογής είναι η ελαχιστοποίηση, η «αναδίπλωση» του είδους που αποτελούν τις κύριες κατευθύνσεις στην αναζήτηση νέων μορφών στη σύγχρονη λογοτεχνία. Αυτό με τη σειρά του οφείλεται στη ριζοσπαστική κοινωνικοπολιτισμική κατάσταση στα τέλη του 20ου και στις αρχές του 21ου αιώνα, η οποία συνδέεται με την απόρριψη της κυριαρχίας των κανόνων και την αντικατάστασή τους με την ελευθερία έκφρασης του δημιουργικού ατόμου.
Η ελάσσων μορφή των αντι-στίχων αυτής της συλλογής θυμίζει τις «στιγμές» του Κώστα Μόντη, επιγραμματικά ποιήματα (μερικές φορές μάλιστα μονής γραμμής), συχνά ειρωνικά, στοχαστικά και πάντα απροσδόκητα. Ωστόσο, σε αντίθεση με την ποίηση του Κ. Μόντη, στο έργο του Α. Γεωργαλλίδη προβάλλεται το στοιχείο της αφηρημένης έκφρασης που πιθανότατα οφείλεται στη διάθεση να συνδυάσει τη φιλοσοφία με τη λογοτεχνία – μία προσπάθεια του ποιητή να απεικονίσει τόσο τον κόσμο της περίπλοκης πραγματικότητας όσο και τον εσωτερικό κόσμο του σύγχρονου ανθρώπου σε μία εποχή ολοκληρωτικής αβεβαιότητας, κάτι που δεν μπορεί να μην προσελκύσει την προσοχή ενός αναγνώστη με επίγνωση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η σύγχρονη ελληνική ποίηση, σε αντίθεση με την προηγούμενη ποιητική παράδοση, απορρίπτει τη συνηθισμένη στιχουργική μορφή, κάτι που βλέπουμε ήδη στο έργο της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς των Ελλήνων ποιητών (1946-1949), παρουσιάζοντας την επιτυχημένη χρήση του ελεύθερου στίχου για περισσότερο από ογδόντα χρόνια.
Η ελεύθερη μορφή όχι μόνο δεν περιορίζει τον ποιητή στην έκφραση της σκέψης του, αλλά συμβάλλει επίσης στην αναδημιουργία μίας «προζαϊκής καθημερινότητας» της ανθρώπινης ύπαρξης. Στη σύγχρονη ποίηση δεν θα δούμε τον πομπώδη ρομαντισμό των προηγούμενων εποχών, καθώς οι σημερινοί ποιητές δεν τείνουν να μιλούν ούτε «για λογαριασμό της χώρας» ούτε «για λογαριασμό μίας γενιάς», αλλά «εκ μέρους των ιδίων». Έτσι, το έργο τους είναι γεμάτο με στοχασμούς πάνω στα συγκεκριμένα, ενίοτε βαθύτατα προσωπικά προβλήματα, μέσα από τα οποία όμως διαφαίνονται τα υπαρξιακά και οντολογικά ερωτήματα. Σε αυτό το σημείο μπορεί να διακριθεί μία σχέση της ποίησης του Α. Γεωργαλλίδη με το ποιητικό έργο της Κικής Δημουλά.
Οι Έλληνες κριτικοί της λογοτεχνίας, λόγω της «αφηρημένης οπτικοποίησης σε συνδυασμό με την αντι-ποιητική εσωτερική μουσική και τη λεκτική λιτότητα», βάφτισαν τη συλλογή στίχων «Ελάχιστα περισσότερο άδειο», ή μάλλον «αντι-στίχων», σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του ποιητή, «πρότυπο αντι-ποίησης», μαζί με άλλα ποιητικά έργα του ποιητή: «Αντικείμενες Ημιευθείες» (1998), «Παγωμένο Κενό στους 516° C» (2001), «Κλειδωμένες Θάλασσες» (2003), «Όταν βυθίζεται το Πιάνο» (2004), «Χρώματα Απέναντι» (2007) και «Το Πιάνο Κόπασε» (2011). Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το πρόθεμα «αντι-» χρησιμοποιείται αρκετά συχνά από τον ποιητή («αντι-λέξεις», «αντι-ύλη», «αντι-στιγμές», «αντι-αρχιτεκτονική»), κάτι που αναπαράγει την εικόνα μίας εξαφανιζόμενης πραγματικότητας («στον χώρο των αφαιρέσεων»), η οποία αντικαθίσταται με το αμυδρό αντίγραφό της ή μάλλον μόνο με τη σκιά της: «το φάσμα των βουβών σκιών και ο απόηχος του χρώματος».
Κατεβάστε – Ελάχιστα περισσότερο άδειο [Μ. Pshenychna] 2020