Παρουσίαση της νέας ποιητικής συλλογής του Μιχάλη Χατζηπιερή. «Η παραλληλία των κόσμων και η επαλληλία της μνήμης στην ποιητική συλλογή Η πόλη κάτω απ’ τα δοκάρια. Του ποδοσφαίρου και του Είναι».
Σίγουρα κάποιοι θα έχουν ήδη υποψιαστεί, διαβάζοντας τη νέα ποιητική συλλογή του Μιχάλη Χατζηπιερή, σε ποιους κόσμους και σε ποιες επάλληλες μνήμες αναφερόμαστε.
Είναι αυτή ακριβώς η παραλληλία των κόσμων του Μ. Χατζηπιερή που καθιστά ιδιαίτερα απαιτητική τόσο την ανάγνωση όσο και την παρουσίαση της εν λόγω ποιητικής συλλογής. Και είναι αυτή ακριβώς η επαλληλία της μνήμης που φέρνει μπροστά μας – παραδόξως – μία νέα ποιητική συλλογή με ποιήματα απλωμένα πολύ πίσω στον χρόνο. Ποιήματα που έγραφε ο Μιχάλης Χατζηπιερής είτε ενόσω τα γεγονότα διαδραματίζονταν, είτε προτού ξεθωριάσουν οι μνήμες, είτε όταν αυτές – παρότι αναμνήσεις πλέον – ενεργοποιούνταν από κάποιο γεγονός της καθημερινότητάς του.
Ποιήματα σκόρπια, ανάκατα με φωτογραφίες και δημοσιεύματα από τον ποδοσφαιρικό του βίο, που έμεναν κλειστά στα συρτάρια μέχρι που ο δημιουργός τους να κατακτήσει και τον δεύτερο κόσμο, όχι μόνο αυτόν του ποδοσφαίρου αλλά και αυτόν του Είναι. Να επιτύχει τη δημιουργό μετάβαση.
Ο εύστοχος τίτλος της συλλογής και οι πολλαπλές του αναγνώσεις δίνουν ήδη το στίγμα της νέας προσπάθειας του Μιχάλη Χατζηπιερή. Εάν δεν προσέξει κανείς την αγγλική μετάφραση του τίτλου όπου αυτός διαχωρίζεται σε τίτλο και υπότιτλο, τότε θα διαβάσει σε ενιαία μορφή τον τίτλο στην ελληνική: «Η πόλη κάτω απ’ τα δοκάρια του ποδοσφαίρου και του Είναι».
Σε αυτήν την περίπτωση τίθεται το ερώτημα για ποια πόλη μιλάμε. Η εύστοχη εικαστική παρέμβαση του Γιώργου Κεπόλα, που κοσμεί το εξώφυλλο και το εσωτερικό του βιβλίου, ενδεχομένως να μας κατευθύνει στην πόλη της Λευκωσίας, όπου έζησε και έδρασε ο ποιητής, αφού πίσω απλώνεται η οροσειρά του Πενταδακτύλου, όπως την βλέπει κανείς εισερχόμενος στην πόλη. Σε αυτήν την περίπτωση προβάλλεται η πόλη ως πόλη, δηλαδή η Λευκωσία η οποία έχει δράσει καταλυτικά στη ζωή του ποιητή.
Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Αναφερόμαστε στην τέχνη και άρα στο κατεξοχήν εργαλείο της, το σύμβολο. Συνεπώς, τόσο η ενιαία ανάγνωση του τίτλου όσο και το κεντρικό σχέδιο πρέπει να ιδωθούν από μία άλλη σκοπιά, καθότι είναι πιθανό να συσκοτίζουν παραπλανητικά τους προσληπτικούς μηχανισμούς του αναγνώστη ή στην καλύτερη περίπτωση να διευκολύνουν – υπό όρους- τη μετάβασή του στα ανθολογημένα ποιήματα.
Επιμένω λίγο στο σημείο αυτό, γιατί αν ξεκλειδώσει κανείς τον τίτλο και το εξώφυλλο, μπορεί εύκολα να ταξιδέψει στο εσωτερικό περιεχόμενο του βιβλίου και να προσδιορίσει το αναγνωστικό κοινό στο οποίο απευθύνεται. Ο τίτλος θα πρέπει να διαχωριστεί από τον υπότιτλο: «Η πόλη κάτω απ’ τα δοκάρια». «Του ποδοσφαίρου και του Είναι».
Σε αυτήν την περίπτωση προβάλλεται η πόλη ως εσωτερικός κόσμος του ποιητή, η καβαφική πόλη, ενώ ο υπότιτλος προσδιορίζει ότι τα συστατικά και «πολεοδομικά» στοιχεία αυτής της πόλης είναι το «ποδόσφαιρο» και το «Είναι». Ο Μιχάλης Χατζηπιερής εξωτερικεύει την εντός εαυτού πόλη, όπου το ποδόσφαιρο αποτελεί συστατικό στοιχείο του Είναι του και όπου μπορεί να μεταβεί από τον κόσμο του ποδοσφαίρου στον κόσμο της υπαρξιακής ποίησης, χωρίς να οφείλει απολογίες στον έναν ή στον άλλο κόσμο.
Αυτήν ακριβώς τη μετάβαση, που κρατά συνειδητά το παρελθόν πορευόμενη στο σήμερα του ποιητή, σκιαγραφεί η νέα ποιητική συλλογή του Μ. Χατζηπιερή. Κι είναι γι’ αυτόν τον λόγο που τα ανθολογούμενα ποιήματα, αγγίζουν τις μνήμες και το συναίσθημα τόσο των ποδοσφαιριστών – παλαίμαχων και μη – όσο και του απλού αναγνώστη της ποίησης.
Συνοψίζοντας, η συλλογή ανθολογεί ποιήματα που αναφέρονται στο ποδόσφαιρο και στο Είναι, ποιήματα όπου εύκολα ανιχνεύονται οριακές στιγμές του ποδοσφαίρου και ποιήματα τα οποία αγγίζουν το υπαρξιακό στοιχείο. Κατά τον ίδιο τρόπο που τα δοκάρια ορίζουν το πλαίσιο εντός του οποίου θα πρέπει να στοχεύσει ο ποδοσφαιριστής, ορίζουν και το πλαίσιο της εντός υμών πόλεως εντός τους οποίου θα πρέπει να στοχεύσει η ζωή μας, αν θέλουμε αυτή να έχει ένα νόημα πέρα από την υλοφροσύνη των ημερών μας.
Πρωτότυπη και πρωτοποριακή συλλογή, καθώς η μετάφρασή της στην αγγλική γλώσσα δίνει στο ποδόσφαιρο μίαν άλλη διάσταση, που αν και κρατά τις ρίζες της στην επίσης δίγλωσση και πρωτότυπη δουλειά του Μ, Χατζηπιερή, με τίτλο Ποδόσφαιρο. Μια άλλη διάσταση (2008), που έκανε γνωστό τον κόσμο του κυπριακού ποδοσφαίρου σε ολόκληρη την Ευρώπη, έρχεται να πάρει τα πράγματα ακόμη πιο μπροστά και ακόμη πιο βαθιά. Οι συνειρμοί εικόνας και πεζού κειμένου, στο έργο του Ποδόσφαιρο. Μια άλλη διάσταση, παραχωρούν τη θέση τους στους συνειρμούς εικόνας και ποιητικού κειμένου.
Όταν πρωτοείδα το υλικό που θα συνέθετε την ποιητική συλλογή, και παρακολουθώντας για είκοσι πέντε σχεδόν χρόνια την πορεία του Μ. Χατζηπιερή, κατάλαβα ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μίαν οριακή μετάβαση. Τίτλοι και ποιήματα γραμμένα πάνω σε μαυρόασπρες φωτογραφίες, χειρόγραφα ποιήματα στην γραφή των οποίων αποτυπωνόταν μία ένταση να προλάβει ο ποιητής τη στιγμή της έμπνευσης, αναφορά σε ονόματα ποδοσφαιριστών αλλά και νεότερα ποιήματα αποτελούσαν το πρωτογενές υλικό αυτής της συλλογής. Ένιωσα ότι είχα μπροστά μου ένα περίεργο και σπάνιο ημερολόγιο, στο οποίο αποτυπωνόταν η αγωνία του δημιουργού του να κρατήσει ζωντανές όσο το δυνατό περισσότερες στιγμές ενός λατρευτού παρελθόντος.
Ο ποιητής οικοδόμησε αρχιτεκτονικά τη συλλογή σεβόμενος τον αναγνώστη, σεβόμενος τον ποδοσφαιριστή, σεβόμενος τον φιλόλογο και τον λογοτέχνη. Η πρωτοτυπία της παρούσας συλλογής έγκειται στην περίεργη σύζευξη του υπαρκτού (δηλαδή του ποδοσφαίρου) με το υπαρξιακό (δηλαδή το Είναι). Η αναγωγή στο επίπεδο της τέχνης μίας πραγματικότητας που δεν έχει να κάνει απλά με τον αθλητισμό και το πνεύμα του αλλά με αυτό καθαυτό το ποδόσφαιρο και όσα – θετικά ή αρνητικά – συγχρωτίζονται γύρω από την έννοιά του, αποτελεί μοναδικό επίτευγμα του Μιχάλη Χατζηπιερή.
Μία σπάνια ευαισθησία ενός ανθρώπου που έζησε τον χρόνο και τον χώρο του ποδοσφαίρου ή καλύτερα τους διαφορετικούς χώρους και χρόνους του στο διάβα των τελευταίων δεκαετιών, μία σπάνια διόραση και μία αυτόφωτη ικανότητα δημιουργίας, μέσα από εικόνες που περνούν απαρατήρητες στο παρόν και στην καθημερινότητά τους και αναμένουν σιωπηλά το χέρι που θα τις ανασύρει από τα έγκατα της μνήμης και της ψυχής, για να τις ζωντανέψει και να τις ενδύσει πνευματικά με τις ψηφίδες της τέχνης.
Τα τρία πεζά κείμενα που ο ποιητής προτάσσει ως εισαγωγή της συλλογής: (i) «Αυτό το ποδόσφαιρο δεν είναι για σας», (ii) «Το πιο κρίσιμο είναι το αόρατο» (iii) «Ωδή στον Γιόχαν Κρόιφ [Ρέκβιεμ στον ‘Ιπτάμενο Ολλανδό’]», λειτουργούν ως εύγλωττα θεμέλια της τριμερούς δομής της συλλογής. Σε αυτά διαφαίνεται η οπτική γωνία του ποιητή και αποκαλύπτονται σημαντικά ερμηνευτικά κλειδιά για τα ποιήματα που ακολουθούν.
Έτσι, αποστασιοποιούμενος από τον χρόνο και συρρικνώνοντας τον χώρο, ο «παλιός ποδοσφαιριστής» (Ένας παλιός ποδοσφαιριστής είμαι…) μεταμορφώνεται σε «θεατρίνο» (Θεατρίνος είμαι…) για να καταλήξει σε έναν «αντίλαλο» (Αντίλαλος είμαι…). Στο επίπεδο του χρόνου, η σχέση με τις αναμνήσεις των οριακών στιγμών του ποδοσφαίρου, που προκαλούν την έμπνευση και το ηχηρό ξέσπασμα των συναισθημάτων του ποιητή είναι εμφανείς
Στο επίπεδο του χώρου, η κίνηση από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο, είναι και πάλι ενδεικτική της πορείας που ακολουθεί ο ποιητής και στο εσωτερικό των επί μέρους ενοτήτων: το μεγάλο γήπεδο (ΓΣΠ)
ΓΣΠ
Γκρίζο το χώμα, κοχλάζει ακόμα. Σιωπηλά κουβαλά τις ψυχές.
Μεγαλώνει το χόρτο. Παράφορο βήμα, άνθρωποι,σκιές.
Άσπρες μποτίλιες στο χώμα.
Γκρίζο το χώμα κοχλάζει εκεί.
μεταμορφώνεται σε σπίτι (Γήπεδο σπίτι)
Γήπεδο σπίτι
Δέντρο μονάχο Δάσος μονάχο Αντίσκηνο σπίτι Σπίτι αντίκρυ Δέντρο μονάχο Γήπεδο αντίκρυ Γήπεδο σπίτι Σπίτι αντίκρυ.
για να καταλήξει σε ένα έρημο, μουντό τοπίο (Μονάχα η βροχή).
Μονάχα η βροχή
Μονάχα η βροχή
σε ρωτά
ξεδοντιασμένο στόμα. Πυκνή βροχή που κυνηγά βροχή που πέφτει,
πληγή δεμένη, γυμνό το σώμα μονάχα η βροχή σε ρωτά.
Έτσι, ο κόσμος του υπαρκτού ανάγεται στον κόσμο του υπαρξιακού και γίνεται ο αξεδιάλυτος κόσμος του Μιχάλη Χατζηπιερή, ο κόσμος Του ποδοσφαίρου και του Είναι.
Στον ελάχιστο χρόνο που μου απομένει θα περιοριστώ στη σύντομη συνανάγνωση και συνεξέταση, των τριών ποιημάτων που οριοθετούν την τριμερή δομή της ποιητικής συλλογής, προτείνοντας έτσι κάποια ερμηνευτικά κλειδιά που θα διευκολύνουν τον αναγνώστη στον εντοπισμό ποικίλων αναλογιών ανάμεσα στα ποιήματα των επιμέρους ενοτήτων της συλλογής. Η μετάβαση, λοιπόν, από το Ένας παλιός ποδοσφαιριστής είμαι…, στο Θεατρίνος είμαι… και από αυτό στο Αντίλαλος είμαι….
Ένας παλιός ποδοσφαιριστής είμαι…
Ένας παλιός ποδοσφαιριστής είμαι ρομαντικός του κερατά κατάντησα. Με χτενισμένα γένια περπατώ στους δρόμους
και σκαρφαλώνω στα γήπεδα ειμαρμένος στην οχλοβοή
που μαρτυρούν οι άνθρωποι.
Με κρεμασμένα τα παπούτσια μου στο ράφι
και τόσα λόγια ανείπωτα…
τόσα ονείρατα ανέγγιχτα.
Ένας ρομαντικός του κερατά είμαι αθεράπευτος που
προχωρώ.
Αυτά που βρίσκω σήμερα μπροστά μου καθόλου δεν τα προσπερνώ.
Ένα βάφτισμα υστερινό και σύγχρονο είμαι ένας άλλος άνθρωπος
διαρθρώνομαι
και σκοράρω πάλι
στο ανεξιχνίαστο του χρόνου
στο πιο κοντινό σημείο
για την ελευθερία.
Ο παλιός ποδοσφαιριστής, αποστασιοποιείται από την ενεργό δράση, αλλά αρνείται πεισματικά να εγκαταλείψει τον κόσμο του ποδοσφαίρου. Η αποστασιοποίηση που δηλώνουν τα «χτενισμένα γένια» και τα «κρεμασμένα παπούτσια» αίρεται από την κίνηση που υποδηλώνουν οι στίχοι «περπατώ στους δρόμους» και «προχωρώ» αλλά και την ένταση που υποδηλώνει ο στίχος «σκαρφαλώνω στα γήπεδα»! Δεν αγνοεί τις παρούσες συνθήκες, αφού «αυτά που βλέπει σήμερα μπροστά του δεν τα προσπερνά». Απλά «διαρθρώνεται» ως ένας «άλλος άνθρωπος», κινούμενος ανάμεσα στο σήμερα και στο ανεξιχνίαστο του αύριο, στην απειρότητα του χρόνου και στην αιωνιότητα της στιγμής.
Το πρώτο ποίημα, του πρώτου μέρους της συλλογής δείχνει ήδη τη σταδιακή μετάβαση του ποιητή και προς έναν άλλο κόσμο. Νιώθει ακόμη ποδοσφαιριστής, αν και «παλιός», «με χτενισμένα γένια» και «κρεμασμένα παπούτσια», αλλά το βλέμμα του στρέφεται και στο υπαρξιακό ζήτημα του ανεξιχνίαστου χρόνου, όπως εύστοχα και ηχηρά υποδηλώνεται από το ρήμα «σκοράρει» και όχι αναζητά, «για την ελευθερία» και όχι για την επιτυχία. Ένας αγώνας που θα συνεχιστεί μέχρι τέλους και του οποίου το σκορ παραμένει άγνωστο.
Θεατρίνος είμαι…
Θεατρίνος
είμαι της στιγμής.
Παιδάκι της έκπληξης και του πάθους. Στην καμπύλη του σώματός μου
ένας λυγμός είμαι
που τρίζει το σεντόνι
πάνω στη σκηνή
που ανοίγει και κλείνει.
Θέαμα πεντάμορφο είμαι
θέαμα πεντάρφανο είμαι
θεατρίνος είμαι της στιγμής.
Στη δεύτερη ενότητα της συλλογής αυτή ακριβώς η αιωνιότητα της στιγμής, δηλαδή η στιγμή ως κομβικό σημείο της κίνησης προς το παρελθόν ενός «παλιού ποδοσφαιριστή» και το προς μέλλον ενός «άλλου ανθρώπου» που «διαρθρώνεται», λαμβάνει μίαν άλλη διάσταση και λειτουργεί ως σημείο επαναπροσδιορισμού της ταυτότητας του ποιητή ποδοσφαιριστή στον χρόνο. Αυτό μαρτυρούν οι επαναλήψεις του ρήματος «είμαι». Ας μην ξεχνάμε ότι τα ποιήματα της πόλης κάτω απ’ τα δοκάρια είναι ποιήματα του ποδοσφαίρου και του Είναι. Η εμφαντική παρουσία του ρήματος «είμαι», που μας μεταφέρει στον χώρο του «Είναι» του ποιητή, τονίζεται με τον διασκελισμό των δύο πρώτων στίχων. Η λέξη «θεατρίνος» παραμένει μετέωρη στον πρώτο στίχο και παραχωρεί τη θέση της στις λέξεις κλειδιά του δεύτερου στίχου «είμαι» και «στιγμή».
Η επανάληψη του στίχου, χωρίς διασκελισμό, στον τελευταίο στίχο του ποιήματος «θεατρίνος είμαι της στιγμής» έχει ιδιαίτερη σημασία. Δεν αποτελεί απλά ένα ταπεινό – βιωματικό συμπέρασμα ενός παλαίμαχου ποδοσφαιριστή. Ο ποιητής νιώθει να είναι ένας θεατρίνος «πάνω στη σκηνή που ανοίγει και κλείνει». Ο στίχος «θεατρίνος είμαι της στιγμής» ανοίγει με τον διασκελισμό των δύο πρώτων στίχων και κλείνει με την απουσία διασκελισμού στον τελευταίο στίχο. Η «στιγμή» μετατρέπεται σε ανοικτή «σκηνή» όπου ο ποιητής ποδοσφαιριστής νιώθει να είναι ο πρωταγωνιστής ως «θέαμα πεντάμορφο». Αλλά όλη αυτή η πορεία φαντάζει, ακολούθως, σαν μία στιγμή. Όλα διαδραματίζονται εφιαλτικά γρήγορα και ο πρωταγωνιστής καταλήγει σε ένα «θέαμα πεντάρφανο». Γι’ αυτό, στην πορεία του χρόνου ο «παλιός ποδοσφαιριστής» συνειδητοποιεί ότι δεν ήταν τίποτα άλλο από έναν «θεατρίνο της στιγμής».
Αντίλαλος είμαι…
Φωνή της μέρας είμαι.
Στην κορφή, στον βυθό
στη σιωπή
αντίλαλος είμαι.
Τα νέα τραγούδια τραγουδώ.
Φωνή της μέρας είμαι.
Στη σιωπή αντίλαλος είμαι.
Τα νέα τραγούδια τραγουδώ.
Μετά τη συνειδητοποίηση αυτή, η μετάβαση στο βάθος του Είναι έρχεται με το εισαγωγικό ποίημα της τρίτης ενότητας της συλλογής. Ενόσω οι μνήμες ξεθωριάζουν και οι αναμνήσεις πληθαίνουν, ο «παλιός ποδοσφαιριστής» και συνειδητοποιημένος «θεατρίνος» επαναπροσδιορίζεται: ό,τι του απομένει είναι η φωνή, μία φωνή που δεν θα σιγήσει ποτέ, που παραμένει ενεργή σε ακραίες καταστάσεις – στην «κορφή» και στον «βυθό» – μία φωνή που ηχεί ως αντίλαλος στη σιωπή της υλικής αφθονίας και της πνευματικής ατροφίας των ημερών μας και η οποία τροφοδοτεί τον ποιητή με αισιοδοξία. Η φωνή του ποιητή είναι η ποίηση, ο δίαυλος των ιδεών του, γι’ αυτό είναι «φωνή της μέρας» που «τα νέα τραγούδια τραγουδά».
Γράμμα σ’ έναν νέο ποδοσφαιριστή
Εσύ μικρή ρίζα
που βλάστησες
στους άκληρους ανέμους στο ένα σου πόδι χόρεψε ζεϊμπέκικο* γηπέδου
κι οχλοβοή ας μαρτυρά τα χείλη σου
που ‘ναι σφικτά
μέσα στ’ ανέβασμά σου.
Καθόλου τυχαία, στο κλείσιμο της προηγούμενης ενότητας ο Μ. Χατζηπιερής τοποθετεί το ποίημα Γράμμα σ’ έναν νέο ποδοσφαιριστή, ο οποίος είναι εξίσου σημαντικός αποδέκτης των «νέων τραγουδιών που τραγουδά». Τα νέα αυτά τραγούδια αποτελούν απαραίτητο εφόδιο για το «ανέβασμα» της «μικρής ρίζας που βλάστησε στους άκληρους ανέμους».
Τροφός ο λόγος
Είναι το γήπεδο σκηνή Ηχώ κι απόηχος μαζί
και μέσα στην οχλοβοή ο άνθρωπος να ρέπει. Φτιάχνω εικόνες μακριά Φυσά, νυκτώνει ολόγυρα κι ο άνθρωπος ν ́αντέχει. Αλλάζουν τα χρυσά βουνά Αλλάζει η πλάσις όλη Τροφός ο λόγος και ριγεί Μας παίρνει γυροβόλι.
Η «πόλη κάτω απ’ τα δοκάρια», τα ποιήματα «του ποδοσφαίρου και του Είναι» απευθύνονται σε όλους, παλιούς και νέους ποδοσφαιριστές, ώριμους και νέους αναγνώστες της ποίησης, γιατί ο δημιουργός τους έχει διέλθει βιωματικά και υπαρξιακά τον κόσμο του ποδοσφαίρου, και μπορεί να «φτιάξει εικόνες μακριά», όπως ομολογεί στο ποίημά του Τροφός ο λόγος, μπορεί να κάνει «το γήπεδο σκηνή» και να ξεχωρίσει μέσα στην «ηχώ» και τον «απόηχο», μέσα στην «οχλοβοή», τον «άνθρωπο να ρέπει» και «ν’ αντέχει», δηλαδή αυτό καθαυτό το ανθρώπινο Είναι.
Είναι προφανές ότι ο ενοποιητικός ειρμός των τριών ποιημάτων, Ένας παλιός ποδοσφαιριστής είμαι…, Θεατρίνος είμαι… και Αντίλαλος είμαι…, που υποδηλώνει τη μετάβαση προς το υπαρξιακό, είναι ο άνθρωπος και ο χρόνος, η εξελικτική πορεία του ποδοσφαιριστή ποιητή στον χρόνο, που εμφατικά υποδηλώνεται με τα αποσιωπητικά στους τίτλους των τριών ποιημάτων, τα μόνα ποιήματα από τα σαράντα που ανθολογεί η συλλογή, που φέρουν αποσιωπητικά, και τα οποία υποδηλώνουν ότι το ταξίδι αυτό βρίσκεται εν τω γίγνεσθαι, παραμένοντας συντονισμένο με τον άνθρωπο.
Η ευαισθησία του ποδοσφαιριστή ποιητή δεν θα μπορούσε να αφήσει πίσω την οριακή στιγμή του σήμερα.
31.12.2020 – Ο ορίζοντας παιδάκι
Τώρα, πίσω από το γήπεδο στήνονται οι σημαίες
κι οι ανήμποροι άνθρωποι
σε χρώματα φανταχτερά,
σε χρώματα μαυρόασπρα, λυπητερά, κρεμασμένα σε κόκκινους σταυρούς. Νωρίς δένουν τα σύννεφα
στον ουρανό τ’ απολειφάδι. Στην άκρη στεγνώνει η ζωή κι ο ορίζοντας παιδάκι παίζει με τους αστραγάλους. Κι είναι η ζωή
κάτω απ’ τα δοκάρια!
Οι τραγικές συνέπειες της πανδημίας των δύο τελευταίων ετών. Η σκηνή δεν διαδραματίζεται μέσα στο γήπεδο. «Πίσω από το γήπεδο ανήμποροι άνθρωποι». Ένα αυτοσχέδιο κοιμητήριο σε μια βραζιλιάνικη παραλία. «Στην άκρη η ζωή στεγνώνει», αλλά «χρώματα μαυρόασπρα» συνυπάρχουν με «χρώματα φανταχτερά», ξεπροβάλλει ο «ορίζοντας παιδάκι» «κι είναι η ζωή κάτω απ’ τα δοκάρια». Ο ποιητής συμμερίζεται τον ανθρώπινο πόνο, αλλά δεν μένει εκεί. Παραμένει αισιόδοξος.
Η ζωή κάτω απ’ τα δοκάρια – η εντός υμών πόλη κάτω απ’ τα δοκάρια – δεν μπορεί να ηττηθεί μέσα στο πνεύμα ενός ανθρώπου που έμαθε να σκοράρει στη ζωή όπως ακριβώς και στο γήπεδο. Συνειδητοποίηση, ρεαλισμό, ισχυρή ταυτότητα και αισιοδοξία αποπνέει η νέα ποιητική συλλογή του Μιχάλη Χατζηπιερή. Έτοιμος, όπως σημειώνει στο ποίημα Αντίλαλος είμαι…, να τραγουδήσει «νέα τραγούδια», υψώνοντας το ποδόσφαιρο στον χώρο της τέχνης και αναδεικνύοντας την ουσιαστική σχέση του αθλητισμού με τον πολιτισμό, μέχρι που – όπως ομολογεί στο τελευταίο ποίημα της συλλογής – «μια πιο όμορφη αυγή» να «δραπετεύσει» από τη ζωή.
Θα δραπετεύσω μια πιο όμορφη αυγή
Κάποια φορά θα δραπετεύσω
και αν μπορέσω μια πιο όμορφη αυγή Εμένα αδιάφορο με βρίσκει
τούτο το δείλι το βραδύ.
Κογχύλια μεσοθάλασσα θα ψάξω στου ήλιου το κέντρο το βαθύ
Τις στείρες μέρες να θερίσω
με το λυχνάρι του Αλαντίν.
Κάρβουνο κρύο σιωπηλό που περιμένει σπίρτο Καταγωνιάς θε να χωθώ, αφού εσένα δεν σε βρίσκω
Καθάριο αλάτι θ’ απλωθεί
μέσα σε θύελλα ζωγραφισμένο
Θα δραπετεύσω μια πιο όμορφη αυγή πάνω στο σώμα σου το αγαπημένο.