Πρόκειται για ρήση από το Περί Φύσεως έργο του προσωκρατικού φιλόσοφου Ηράκλειτου, ο οποίος έζησε στην Έφεσο της Μικράς Ασίας κατά τον 6ον αιώνα π.Χ. Ο Ηράκλειτος χαρακτηριζόταν ως «σκοτεινός» φιλόσοφος και «αινικτής», αφού οι ιδέες του διατυπώνονταν αινιγματικά. Η γλώσσα του μοιάζει με τη γλώσσα του δελφικού μαντείου και οι ρήσεις του αποτελούν αινίγματα που ζητούν αποκρυπτογράφηση.
Το έργο του σώζεται σε λίγο περισσότερα από εκατόν αινιγματικά αποφθέγματα, αφού αυτόν τον τρόπο γραφής φαίνεται να είχε επιλέξει συνειδητά ο φιλόσοφος. Ο τίτλος Περί Φύσεως είναι μάλλον νόθος και δόθηκε μεταγενέστερα, για να ενοποιήσει το αποσπασματικό του έργο.
Η φιλοσοφική στάση του Ηράκλειτου δικαιολογείται από το γεγονός ότι προσπάθησε να ερμηνεύσει τον κόσμο όχι στη βάση μίας φυσικής αρχής – όπως έκαναν άλλοι προσωκρατικοί – αλλά στη βάση της μεταφυσικής αρχής του λόγου. Η αρχή της φιλοσοφικής του σκέψης έγκειται στην αποστασιοποίηση από τον κοινό νου, γι’ αυτό και ο Ηράκλειτος επέλεξε συνειδητά την απόσταση από το πλήθος.
Ο λόγος, σε σχέση με τη φύση και την πραγματικότητα που μας περιβάλλει, είναι, κατά τον Ηράκλειτο, η αρχή που είναι κρυμμένη στο βάθος όλων των πραγμάτων και η οποία ενώνει τις αντιθέσεις, διατηρώντας μία μονιμότητα μέσα στην αλλαγή, η οποία επιφέρει και την αρμονία, κατά το παράδειγμα του ποταμού (μόνιμο στοιχείο) εντός του οποίου τρέχουν διαρκώς νέα και νέα νερά (μεταβλητό στοιχείο).
Ο Ηράκλειτος υποστήριξε ότι η αρχή των πάντων είναι η σύγκρουση των αντιθέτων. μέσα από τη σύγκρουση γεννώνται τα πράγματα («Πόλεμος πάντων μέν πατήρ ἐστί, πάντων δέ βασιλεύς»). Η σύγκρουση είναι διαρκής, γι’ αυτό και τίποτα δεν μπορεί, επί της ουσίας, να παραμείνει κατά τα πάντα σταθερό («Τὰ πάντα ῥεῖ»).
Όλα υπόκεινται σε μία διαρκή κυκλική πορεία, μέσα από τη διαπλοκή αρχής και τέλους («Ξυνὸν γὰρ ἀρχὴ καὶ πέρας ἐπί κύκλου περιφερείας»), που επιβάλλεται από τον λόγο και η οποία ονομάζεται δίκη ή ειμαρμένη. Με αυτήν ακριβώς τη δικαιοσύνη που επιβάλλεται από τον λόγο εξασφαλίζεται στο σύμπαν η διαρκής ύπαρξη και εξισορρόπηση των αντιθέτων και η αδυναμία ολοκληρωτικής επιβολής του ενός έναντι του άλλου, αυτό που στον Ηράκλειτο ονομάζεται παλίντονος αρμονία.
Η φράση «ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν» μεταφράζεται ως: «αναζήτησα τον εαυτό μου»[1]. Πρόκειται για την πρώτη δήλωση στροφής προς το βάθος του ανθρώπινου εαυτού. Η προσπάθεια για βαθύτερη γνώση του εαυτού μας, δηλαδή για αυτογνωσία[2], μας φέρνει πιο κοντά στα απρόσιτα πέρατα της ψυχής, τα οποία κανείς δεν μπορεί να φτάσει, όποιον δρόμο και αν ακολουθήσει, γιατί ο λόγος της είναι αμέτρητα βαθύς.
Ως βασική αρχή της φιλοσοφικής σκέψης, η αρχική αποστασιοποίηση από τον θόρυβο των κοινών ανθρώπων και των κοινών πραγμάτων – η στροφή προς τον εαυτό, η αυτογνωσία και η κατανόηση των εσωτερικών δυνάμεων αλλά και των εσωτερικών ορίων του ανθρώπινου είναι και της ανθρώπινης σκέψης – φαίνεται να αποτελεί και την προϋπόθεση για την ανακάλυψη των καθαρών πηγών της γνώσης και του πολιτισμού μας, την επαφή με την εν τω γίγνεσθαι δυναμική και δημιουργική σκέψη των προγόνων μας.
Η σύσταση ενός Ιδρύματος για τη διάδοση των Γραμμάτων και των Τεχνών αποτελεί, με τον τρόπο της, μίαν αποστασιοποίηση από την κοινή πορεία των πραγμάτων και τον φαύλο κύκλο της ατομιστικής κοινωνίας του 21ου αιώνα, που στόχο έχει την επιστροφή στην κοινωνία και την πραγματική προσφορά προς τον σύγχρονο άνθρωπο και τον πολιτισμό του.
Ανδρέας Αντζουλής δ.φ.
[1] «ἐδιζησάμην» = αόριστος του ρήματος «δίζημαι» της ιωνικής διαλέκτου που στην αττική διάλεκτο εμφανίζεται ως «ζητέω» = «ζητώ». «ἐμεωυτόν» = αυτοπαθής αντωνυμία της ιωνικής διαλέκτου που στην αττική διάλεκτο εμφανίζεται ως «εμαυτός» = «εαυτός».
[2] Η φράση αυτή του Ηράκλειτου παρουσιάζει νοηματική συνάφεια με την αρχαία ελληνική φράση «γνῶθι σαὐτόν» που μεταφράζεται ως «γνώρισε τον εαυτό σου» και η οποία βρισκόταν γραμμένη επάνω από την είσοδο του Μαντείου των Δελφών, όπως μαρτυρεί ο διάλογος μεταξύ του Σωκράτη και του Ευθύδημου στο Δ΄ Βιβλίο των Απομνημονευμάτων του Ξενοφώντα.