Ανδρέας Αντζουλής δ.φ.

Τεκτονημένες σκέψεις μεταξύ ποίησης και αντι-ποίησης. Οι περιπλανήσεις του νοήματος στο Ελάχιστα περισσότερο άδειο του Ανδρέα Γεωργαλλίδη.

[Ανδρέας Γεωργαλλίδης, ελάχιστα περισσότερο άδειο (μτφρ.: Άγγελος Ευαγγέλου), Αθήνα, εκδ. Ίαμβος 2018 | Ανακοίνωση | «Σπίτι της Κύπρου» | Αθήνα, 23 Νοεμβρίου 2018 | Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Διόραμα, τχ. 24 (Μάιος-Ιούνιος 2019)]

Προτού προχωρήσει κανείς στην κατάθεση των δικών του σκέψεων στο πλαίσιο ενός ερμηνευτικού πειραματισμού για τον τρόπο δουλειάς και γραφής του Ανδρέα Γεωργαλλίδη, θα πρέπει να υπερβεί τις δυσκολίες που θέτει ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της ποίησής του, ακριβέστερα ο ιδιαίτερος τρόπος γραφής του που, αποστασιοποιούμενος βαθμηδόν από τη συμβατική ποιητική γραφή, καταλήγει στην έβδομη στη σειρά ποιητική συλλογή του, το Ελάχιστα περισσότερο άδειο.

Η ποιητική δουλειά του Ανδρέα Γεωργαλλίδη δεν είναι άγνωστη στο αναγνωστικό κοινό. Έχει παρουσιαστεί στο εξωτερικό, έχει μεταφραστεί σε δεκαέξι γλώσσες, ανθολογείται σε βιβλία, διδάσκεται και έχει συγκεντρώσει γύρω της πλούσια αρθρογραφία από έγκριτους ακαδημαϊκούς, λογοτέχνες και κριτικούς. Η πρόσληψη της προηγούμενης ποιητικής παραγωγής του Ανδρέα Γεωργαλλίδη1 οδήγησε την κριτική σε μίαν κοινή παραδοχή που του αποδίδει τον χαρακτηρισμό «ποιητής του κενού».

Το περιεχόμενο του συγκεκριμένου χαρακτηρισμού αίρεται – εν μέρει – εάν η κριτική λάβει υπόψη την ακαδημαϊκή ενασχόληση του ποιητή με τη Φιλοσοφία2 – ακριβέστερα με τη Φιλοσοφία της Γλώσσας – και εντρυφήσει ταυτόχρονα στο περιεχόμενο της τελευταίας συλλογής, που φέρει τον τίτλο Ελάχιστα περισσότερο άδειο. Τα φιλοσοφικά αναγνώσματα που «μοιραία» επηρεάζουν – όχι βέβαια υπό το φάσμα μίας άγονης επίδρασης – την ποίησή του, μετατρέπουν τον «ποιητή του κενού» σε «ποιητή της σιωπής και της ακέραιας λέξης», αφού μέσα από μίαν κενο-φανή πορεία φαίνεται να αναζητεί το Υψηλό και το Απόλυτο αντιμετωπίζοντάς τα με δέος και σιωπή και υποχωρώντας, καταθέτοντας Απόλυτες λέξεις που φέρουν Υψηλά νοήματα, λέξεις-σκέψεις και λέξεις-εικόνες.

ίδιος ο ποιητής επισκιάζει με το προλογικό σημείωμά του κάθε ερμηνευτική απόπειρα, οδηγώντας στην πράξη μίας υπό όρους παρουσίασης – και όχι ερμηνείας – του περιεχομένου της συλλογής:
Αυτό το βιβλίο αποτελείται από μετρημένες λέξεις οι οποίες δεν κατόρθωσαν να συναντηθούν σε στίχους ενός ποιήματος, στίχους που να μιλούν αληθινά για τον εαυτό τους. Συνεπώς, οι αντι-στίχοι του βιβλίου αυτού δεν φιλοδοξούν την κατανόησή τους και δεν διεκδικούν καμιά φιλοξενία στον χώρο του νοήματος. Αφού λοιπόν ο αναγνώστης αναγνωρίσει αυτήν την ανυποχώρητη ιδιαιτερότητα, είναι δυνατό να υποψιαστεί πως μπορεί να δραπετεύσει αμετανόητα από εκείνο το άπειρο δάσος των θολών σκιών του Είναι.

Με μίαν τόσο πυκνή σε περιεχόμενο εισαγωγή, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η “ασφαλέστερη” οδός για την εξέταση της εν λόγω ποιητικής συλλογής είναι τα βήματα που δίνει ο ίδιος ο ποιητής, εάν βέβαια γίνει δεκτό ότι τα όσα καταθέτει δεν έχουν ως στόχο να συσκοτίσουν παραπλανητικά την ερμηνευτική προσπάθεια.

Κατεβάστε – Ελάχιστα περισσότερο άδειο [Α. Αντζουλής] 05/2019