Ανδρέας Αντζουλής δ.φ.

Οι ψυχογραφικοί καλπασμοί του κρανιακού ιππόκαμπου. Τα περιθώρια της δημιουργίας και η δημιουργία του περιθωρίου στη νουβέλα του Αντρέα Νικολαΐδη Κρανιακός Ιππόκαμπος.

[Αντρέας Νικολαϊδης, Ο κρανιακός ιππόκαμπος, Αθήνα, εκδ. Ίαμβος 2019 | Ανακοίνωση |Καλλινίκειο Μουσείο Κύπρου | Αθηαίνου 5 Φεβρουαρίου 2020]

Ο Κρανιακός Ιππόκαμπος αποτελεί την πρώτη επίσημη παρουσία του Αντρέα Νικολαΐδη στον χώρο της λογοτεχνικής παραγωγής. Μία παρουσία που τοποθετείται χρονικά στη δεύτερη δεκαετία της δεύτερης χιλιετίας. Σε μία νέα δεκαετία κάνει την εμφάνιση του και ο κρανιακός ιππόκαμπος του ήρωά του, χωρίς ωστόσο οι καρποί του να δουν αυτούσιοι το φως της δημοσιότητας.

Ο μελετητής του έργου, ως διαμεσολαβητής ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη, καλείται να είναι όσο το δυνατό πιο σύντομος, συγκεκριμένος και ουσιαστικός, ξεκλειδώνοντας αρχιτεκτονικά κάποια μόνο στοιχεία του κειμένου και παρακολουθώντας την πορεία των σκέψεων και των σιωπών του από τα έξω προς τα μέσα. Δεν πρέπει να αποδώσει το περιεχόμενο του βιβλίου, ώστε να μην υποσκάψει τη διαδικασία της δημιουργικής ανάγνωσης. Ωστόσο, στο πλαίσιο της παρούσας ανακοίνωσης θα δοθούν, αδρομερώς, αρκετές ερμηνευτικές κατευθύνσεις.

Ως πρώτο βήμα, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το αυτονόητο στη Θεωρία της Λογοτεχνίας ότι ο ήρωας του βιβλίου δεν είναι ο Ανδρέας Νικολαΐδης. Σε καμία περίπτωση ο ήρωας ή ο αφηγητής του έργου δεν πρέπει να συγχέεται με τον συγγραφέα του. Ο Ανδρέας Νικολαΐδης καταθέτει μία νουβέλα την οποία μονοπωλεί, επί της ουσίας, η δράση ενός ήρωα, όπως την αφηγείται ένας τριτοπρόσωπος – εξωδιηγητικός, ετεροδιηγητικός – αφηγητής.

Το έργο του Αντρέα Νικολαΐδη ανήκει στο λογοτεχνικό είδος της νουβέλας. Μεγαλύτερο σε έκταση από το διήγημα και μικρότερο σε έκταση από το μυθιστόρημα, το είδος της νουβέλας χαρακτηρίζεται από τον ρεαλισμό του ύφους και τη βαρύτητα που δίνει στην ηθογραφία και στην ψυχογραφία των λίγων ηρώων του.

Ένα αίσθημα ανοικείωσης, όπως ακριβώς την εννοεί ο ρώσος φορμαλιστής Viktor Shklovsky, κυριεύει τον αναγνώστη, από την πρώτη κιόλας επαφή του
με το κείμενο, αφού καλείται να σταματήσει και να σκεφτεί γύρω από το περιεχόμενο του παράξενου αυτού τίτλου: Κρανιακός Ιππόκαμπος. Ένα επίθετο σημασιολογικής κατηγορίας, και συγκεκριμένα ύλης και καταγωγής, συνοδεύει το ουσιαστικό «ιππόκαμπος». Πρόκειται για έναν ιππόκαμπο που προέρχεται από το κρανίο, εν προκειμένω τον ανθρώπινο εγκέφαλο, και λειτουργεί με βάση το υλικό και τις διεργασίες του.

Ακόμη και αν ο αναγνώστης προσπεράσει τον πρώτο βαθμό ανοικείωσης παραμένει μετέωρος ανάμεσα σε ένα τόσο βαρύ επίθετο, όπως είναι το «κρανιακός» και ένα τόσο φευγαλέο ουσιαστικό, όπως είναι το «ιππόκαμπος». το γνωστό αλογάκι της θάλασσας με τα πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του: κολυμπά περήφανα σε όρθια στάση, αλλά είναι αδέξιος και κακός κολυμβητής που αδυνατεί να σταματήσει χωρίς το γάντζωμα της ουράς του σε κάποιο βράχο. Πέραν τούτου, χαρακτηρίζεται από μίαν ιδιαίτερη διαδικασία ζωοτοκίας. Ο αρσενικός ιππόκαμπος παραλαμβάνει τα αυγά του θηλυκού και τα τοποθετεί σε ειδικό ασκό στην κοιλιά. Μετά την εκκόλαψη σχίζεται ο ασκός και εξέρχονται οι μικροί ιππόκαμποι. Οι αναλογίες με τον ήρωα της νουβέλας, γένους αρσενικού, είναι εμφανείς. Η ειρωνεία που κρύβει ο τίτλος με τη συνύπαρξη των δύο λέξεων είναι, επίσης, εμφανής.

Για τις ανάγκες της παρούσας ανακοίνωσης, θα πρέπει να αρκεστεί κανείς στην απλή ερμηνεία ότι ο τίτλος παραπέμπει σε μία διεργασία που συντελείται ασταμάτητα και με ένταση στον νου του ήρωα και η οποία οδηγεί στην παραγωγή σκέψης η οποία, παραδόξως, χαρακτηρίζεται από μία διαρκή κίνηση και μία ρευστότητα, όπως τη συμβολίζει η κίνηση του ιππόκαμπου στο νερό. Ένα διαρκές παιχνίδι της μνήμης, μια πληθώρα σκέψεων και ιδεών που υποσκάπτεται από τη συνεχή κίνηση και βασανίζει το μαύρο σημειωματάριο του ήρωα.

Το εξώφυλλο, σε συνάφεια με τα πιο πάνω, παρουσιάζει έναν ιππόκαμπο, εξοπλισμένο με εξαρτήματα παλαιάς γραφομηχανής, να κολυμπά σε μία θάλασσα από πλήκτρα και τυπογραφικές ψηφίδες. Εάν ο τίτλος και το εξώφυλλο του βιβλίου αποτελεί προϊόν της σκέψης και της στάσης του συγγραφέα και της δημιουργικής έμπνευσης του σχεδιαστή, τότε το περιεχόμενο του δεν μπορεί να είναι ξένο προς αυτά.

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου ο συγγραφέας τοποθετεί ένα παράθεμα από το πρώτο κεφάλαιο. Με το συγκεκριμένο παράθεμα ο συγγραφέας διευκολύνει, ακούσια πιστεύω, την ομαλή μετάβαση του αναγνώστη από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά προς το εσωτερικό περιεχόμενο του βιβλίου:

Ανοίγοντας λογαριασμό με τη δική του μαθηματικότητα, γεννήθηκε. Η πρώτη ανάσα του βρέφους σηματοδότησε και επίσημα πια τη γέννηση του κρανιακού του ιππόκαμπου, που άρχισε να καλπάζει μεταφέροντας πληροφορίες από τη βραχυπρόθεσμη μνήμη στη μακροπρόθεσμη, αλλά και για την πλοήγησή του στον χώρο. Από τον αμνιακό σάκο, τώρα αυτός κοιμόταν γλυκά αμέριμνος στο ζεστό κρεβατάκι του νοσοκομείου. Η ηρωική έξοδος, όπως αναμφίβολα μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τη διαδικασία τοκετού για κάθε νεογέννητο βρέφος, σημειώθηκε ακριβώς μεσάνυχτα, γεγονός που προβλημάτισε τους γύρω του από την πρώτη κιόλας ανάσα του. Μέχρι τις 04:12 το πρωί το ιατρικό συμβούλιο του νοσοκομείου βρισκόταν σε συνεδρία για να πάρει απόφαση κατά πόσο η γέννησή του θα έπρεπε να τοποθετηθεί στο χτες ή στο σήμερα. Ο αρχίατρος και υπεύθυνος του τοκετού ήταν ξεκάθαρος και επέμενε στη θέση του. Το παιδί γεννήθηκε σήμερα, μα ο διευθυντής του νοσοκομείου διαφωνούσε έντονα και υποστήριζε πως η γέννησή του σημειώθηκε στον αόριστο του χτες.

Το πιο πάνω παράθεμα οδηγεί στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, όπου ο βασικός ήρωας τοποθετείται στον χρόνο και στον χώρο και όπου ορίζεται το τι είναι ο κρανιακός ιππόκαμπος: πρόκειται για τη νοητική διεργασία που με επιστημονικούς όρους της Φιλοσοφίας του Νου και της Γνωστικής Ψυχολογίας, εποπτεύει το ταξίδι της σκέψης από τη βραχυπρόθεσμη, και άρα την προσωρινή μνήμη που αποθηκεύει προσωρινά κάποια ασήμαντα γεγονότα, στη μακροπρόθεσμη, και άρα τη σταθερή μνήμη, που αποθηκεύει γεγονότα που δεν πρέπει ποτέ να λησμονηθούν.

Ο κρανιακός ιππόκαμπος είναι ένα παιχνίδι της μνήμης και της σκέψης. Είναι αυτός που στο έκτο κεφάλαιο θα οριστεί ως το αντίθετο της λήθης, αφού όταν ο ήρωας, αδυνατεί να θυμηθεί που άφησε τη τσάντα με το μαύρο σημειωματάριό του, όπου επί της ουσίας καταγράφεται η κίνηση ανάμεσα στη βραχυπρόθεσμη και τη μακροπρόθεσμη μνήμη, ο αφηγητής δηλώνει ότι «ο κρανιακός του ιππόκαμπος τον πρόδωσε». Ομοίως, στο έβδομο κεφάλαιο, και πάλι ο κρανιακός του ιππόκαμπος, προσπερνά με αδιαφορία «μια γυναίκα, που λες και η φύση δημιούργησε για να εκδικηθεί όλη την ασχήμια του κόσμου».

Ο κρανιακός ιππόκαμπος αποτελεί το ποιητικό σύμβολο των νοητικών λειτουργιών του ήρωα και προσδίδει την ανάλογη αξία στον χώρο και στον χρόνο, από την οπτική γωνία ενός ήρωα που έχει εντρυφήσει στον χώρο της λογοτεχνίας. Ας σημειωθεί ότι ο κεντρικός ήρωας είναι, σύμφωνα με τον αφηγητή, «Απόφοιτος Παγκόσμιας Λογοτεχνίας». Κι αυτό εξηγεί γιατί ο συγγραφέας επιλέγει τη φευγαλέα φιγούρα του ιππόκαμπου, ενός αεικίνητου πλάσματος στη ρευστότητα του νερού, του οποίου η ταυτότητα αντλεί ετεροβαρώς χαρακτηριστικά από την ξηρά, αφού είναι «ίππος», «άλογο» της θάλασσας. Και είναι εξίσου προφανές γιατί ο συγγραφέας δεν επιλέγει κάποιο άλλο ουσιαστικό δίπλα από το επίθετο «κρανιακός».

Ο Ανδρέας Νικολαΐδης προϊδεάζει τον υποψιασμένο αναγνώστη για το τι πρόκειται να ακολουθήσει και απομακρύνεται σιωπηλά από το παιχνίδι της ερμηνείας, αφού προσθέσει στο εσωτερικό του βιβλίου την αφιέρωση «Σε όσους δεν άντεξαν».

Στη Θεωρία της Λογοτεχνίας αποτελεί πάγια αρχή, εν ολίγοις δόγμα, ότι από τη στιγμή που ένας δημιουργός φέρνει στο φως το λογοτεχνικό του έργο, εκδίδοντάς το, αυτό ανήκει πλέον στον αναγνώστη.

Όπως ορθά σημειώνει ο Roland Barthes, η γέννηση του αναγνώστη και της αναδημιουργικής του δράσης είναι αδύνατη, αν πρώτα δεν συντελεστεί ο “θάνατος” του συγγραφέα². Με άλλα λόγια, άσχετα από τη βιολογική παρουσία ή απουσία του συγγραφέα, το έργο παραμένει αιώνια ζωντανό μέσα από τις αναγνώσεις του και τις νέες ερμηνείες.

Είναι προφανές ότι οι μνημονικές καταβυθίσεις, δηλαδή κάθε κίνηση στον χώρο και τον χρόνο της μνήμης, προϋποθέτει μίαν κίνηση ανάμεσα στο χτες και το σήμερα. Με ιδιαίτερη ευστοχία ο συγγραφέας ταυτίζει τη μοίρα του ήρωά του με τον κρανιακό του ιππόκαμπο. Ο τελευταίος κινείται ανάμεσα στο χτες και το σήμερα, όπως δηλώνονται από τη βραχυπρόθεσμη και τη μακροπρόθεσμη μνήμη, ρευστοποιώντας τα όρια του χρόνου, όπως ακριβώς ο ήρωας με την πρώτη παρουσία του στη γη, ακροβατεί ανάμεσα στο χτες και το σήμερα. Γεννιέται στο σήμερα, αλλά καταγράφεται στο χτες. Η εποχή του φαίνεται να αρνείται να τον δεχτεί. Καταδικάζεται έτσι να είναι ένας άνθρωπος του χτες που ζει στο σήμερα. Ένας άνθρωπος που παρά την απουσία περιθωρίων στη σκέψη του, είναι καταδικασμένος να δημιουργεί στο περιθώριο, δημιουργήματα του περιθωρίου που δεν θα δουν ποτέ το φως της δημοσιότητας.

Έτσι το πρώτο προνόμιο τού δίδεται ακούσια κατά τη γέννησή του, αφού ακυρώνει την αξία του χρόνου που στηρίζεται σε ευτελή κριτήρια, όπως η νέα χρονιά, η νέα δεκαετία, η νέα χιλιετία κ.ά. με τις ψεύτικες ελπίδες για καλύτερες στιγμές ή και καλύτερη χρονιά τη στιγμή που όλα παραμένουν αμετάβλητα και που οι ευχές αποτελούν απλά τυποποιημένες εκφράσεις των ημερών. Θα παραμείνει «το παιδί του χτες» που θα ζει πραγματικά και όχι επιφανειακά το σήμερα.

Το δεύτερο προνόμιο του δίδεται από τον «ήχο των τυπογραφικών μηχανών». Εργαζόμενος στο τυπογραφείο, διαβάζει πρώτος τις ειδήσεις που κυκλοφορούν στο σήμερα και οι οποίες αφορούν σε ειδήσεις του χτες, στο μεταίχμιο μάλιστα της προηγούμενης και της νέας μέρας, όπως ακριβώς και η στιγμή που γεννήθηκε.

Υπό μίαν έννοια φαίνεται το παιχνίδι αυτό ανάμεσα στο χτες και το σήμερα του τυπογραφείου να του δίνει ένα τρίτο προνόμιο: το να ζει το αύριο πριν το ζήσουν οι υπόλοιποι αναγνώστες. Αν λοιπόν το δικό του σήμερα είναι το αύριο των άλλων, ο ήρωας ζει φαινομενικά ένα μέλλον αν και από τη γέννησή του ορίζεται ως ένα παιδί του «αόριστου παρελθόντος».

Η εμμονή στην έννοια του χρόνου είναι εμφανής σε πολλά σημεία του βιβλίου. Σημειώνονται ενδεικτικά οι χρονικοί δείκτες στην αρχή αρκετών κεφαλαίων: στο κεφ. 1 «Τα χρόνια πέρασαν…», στο κεφ. 2 «Τα νυχτοξημερώματα…», στο κεφ. ³ «Τα χρόνια ήρθαν και πέρασαν…», στο κεφ. 4 «Ξημέρωσε Παρασκευή…», στο κεφ. 5 «Όταν το σούρουπο έδιωξε για τα καλά τον ήλιο…» και στο κεφ. 7 «Πλησίαζαν πάλι εκείνες οι γιορτές των Χριστουγέννων…». Επικεντρωμένα στο στοιχείο του χρόνου είναι και τα συγγράμματά του ήρωα, με τα οποία επιχειρεί να υπάρξει στον πραγματικό χώρο των εκδόσεων και της λογοτεχνικής παραγωγής: με το διήγημα «Το ρολόι» και την ποιητική συλλογή «Οι δείκτες».

Ο χώρος και ο χρόνος αποτελούν προϋπόθεση για την ύπαρξη της μνήμης και της ανάμνησης, που είναι οι βασικές συνιστώσες για τη λειτουργία του κρανιακού ιππόκαμπου του ήρωα. Η εμμονή του συγγραφέα στο ζήτημα του χρόνου επιβάλλεται, εν μέρει, από την επιλογή της πλοκής της ιστορίας του. Η κίνηση από τη βραχυπρόθεσμη στη μακροπρόθεσμη μνήμη και από τη μνήμη στην ανάμνηση προϋποθέτει μία κίνηση στον χρόνο.

Στη νουβέλα του Αντρέα Νικολαΐδη ο χρόνος απαξιώνεται ήδη με τη γέννηση του βασικού του ήρωα, που ας σημειωθεί επισκιάζει την παρουσία όλων των άλλων ηρώων. Θα μπορούσε, λοιπόν, να ρωτήσει κάποιος πώς είναι δυνατό να απαξιώνεται ο χρόνος αλλά να αποτελεί τον βασικό ενοποιητικό ειρμό του κειμένου;

Η απάντηση είναι αυτονόητη και δεν στηρίζεται απλώς και απλά στο γεγονός ότι η νουβέλα χρειάζεται χώρο, χρόνο, ήρωες, πλοκή και κορύφωση, όπως άλλωστε κάθε προϊόν της πεζογραφίας. Στην περίπτωση του Ανδρέα Νικολαΐδη χώρος και χρόνος γίνονται ένα. Πρόκειται για μία λεπτομέρεια που πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα από τον αναγνώστη.

Στο επίμαχο απόσπασμα του πρώτου κεφαλαίου, που εμφανίζεται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, η τελευταία πρόταση αποκτά ιδιαίτερη σημασία3. Η πλοήγηση του κρανιακού ιππόκαμπου στον χώρο, προϋποθέτει τον χρόνο όπου λαμβάνουν χώρα οι μνημονικές του καταβυθίσεις.

Εδώ παρατηρείται μία καθαρά φιλοσοφική διάσταση του χώρου και του χρόνου, όπως αποτυπώνεται στη Φιλοσοφία της Φύσης του Hegel και η οποία έχει να κάνει με τη διαφορετική αντιμετώπιση των δύο μεγεθών, σε σχέση πάντοτε με την καθημερινότητα. Ο Hegel σημειώνει, στην πραγματεία του, ότι «Η αλήθεια του χώρου είναι ο χρόνος, ο χώρος γίνεται χρόνος. Δεν μεταβαίνουμε υποκειμενικά στον χρόνο, αλλά ο ίδιος ο χώρος μεταβαίνει»⁴. Με απλά λόγια ο χώρος υπάρχει, επειδή υπάρχει ο χρόνος. Ακόμη πιο απλά, ο χώρος, ως διάσταση με τους ανθρώπους παρόντες, μεταβαίνει στον χρόνο και αποκτά έτσι αξία και ουσία, η ύπαρξή τους. Δεν μεταβαίνει ο καθένας μόνος του και οικειοθελώς στον χρόνο.Και αν ο ήρωας του κρανιακού ιππόκαμπου απαξιώνει τον χρόνο, δεν μπορεί παρά να απαξιώνει και τον χώρο στον οποίο ζει, την ίδια την υλιστική ζωή με όλες τις εκφάνσεις της, αφού είναι καταδικασμένος από τη γέννησή του να κουβαλά μέσα του ένα χθες – με αξίες, ιδανικά και καθαρή σκέψη – που δεν μπορεί να προσαρμοστεί στο σήμερα. Στο τέταρτο κεφάλαιο, οπόταν θα λάβει ως δώρο από το αντιπαθέστατο αφεντικό του το φονικό ρολόι, ο αφηγητής σημειώνει ότι «η σχέση του [ήρωα] με τον χρόνο ήταν εκ γενετής παράταιρη».

Η έκταση της παρούσας ανακοίνωσης δεν επιτρέπει την εμβάθυνση σε πρόσθετα ερμηνευτικά κλειδιά. Έχει αποφευχθεί επιμελώς η αναφορά στην υπόθεση του έργου, στη δράση των ηρώων και στο παράδοξο τέλος της ιστορίας. Κι αυτό γιατί – όπως έχει ήδη σημειωθεί – το ταξίδι αυτό ανήκει στον κάθε αναγνώστη, αν όχι και στον ίδιο τον συγγραφέα ως παρατηρητή αυτής της παρουσίασης και αναγνώστη του δικού του έργου. Το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στην έννοια του χώρου και του χρόνου ως εστιασμένη στην ασυμβατότητα του χθες και του σήμερα.

Το βιβλίο αποτελεί μίαν εξομολόγηση σκέψεων, που βγαίνουν μέσα από το βάθος της ψυχής του συγγραφέα, όπως ακριβώς τα μεγάλα αμαρτήματα. Ο αναγνώστης αναγκάζεται να επικεντρωθεί σε αυτές τις στάσεις όπου αποκαλύπτεται το βάθος. Το μεγάλο επίτευγμα του Αντρέα Νικολαΐδη είναι η στοχευμένη ανατροπή, όπως φαίνεται: στα ετερογενή στοιχεία του τίτλου, όπου το «κρανιακός» συνοδεύει το «ιππόκαμπος», αλλά και στην εμμονή του αφηγητή στις οριακές στιγμές του χρόνου που δεν περιορίζονται στο πρώτο κεφάλαιο. Ακόμη, στην περίεργη διαπλοκή του χώρου και του χρόνου, που αναγκάζει τον αναγνώστη να εγκαταλείψει την ροή της ιστορίας και να επικεντρωθεί σε ό,τι φωτεινό συμβαίνει στον νου του ήρωα, μέσα από τους καλπασμούς του κρανιακού του ιππόκαμπου, και το οποίο οδηγεί τον ήρωα στη «στωική αμετοχικότητα» του πέμπτου κεφαλαίου και κατ’ επέκταση στο περιθώριο.

Σημειώνονται ενδεικτικά: i) στο τρίτο κεφάλαιο οι αναφορές στην «αληθινή φιλία», αλλά και στα αγάλματα νάνων που αποτυπώνουν την πνευματική ακινησία και τη μικρότητα των ανθρώπων του σήμερα, σκέψεις που παραπέμπουν στη φιλοσοφία του Σενέκα⁵, ii) στο πέμπτο κεφάλαιο οι αναφορές για την ουσία του γέλιου, σκέψεις που παραπέμπουν στον Baudelaire⁶, iii) η έννοια του παράδοξου που χαρακτηρίζει τη σχέση εξάρτησης ανάμεσα στον κρανιακό ιππόκαμπο και το μαύρο σημειωματάριο του ήρωα, iv) η αντιπαλότητα σκέψης και συναισθήματος όπως αποτυπώνεται στην απώλεια των σημειώσεών του ήρωα, όταν συναντά τη μοναδική γυναίκα που προκαλεί τα αισθήματά του στο έκτο κεφάλαιο, v) η ρευστότητα των ορίων μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, ονείρου και πραγματικότητας, κατά την ώρα της πνευματικής δημιουργίας στο κεφάλαιο επτά, vi) η παράδοξη εμμονή στην ουσία των πραγμάτων όπως εκδηλώνεται από την ενόχληση του ήρωα όχι τόσο για την κλοπή των σημειώσεών του όσο για τη διαστρέβλωσή τους στο κεφάλαιο εννέα και vii) η παράδοξη λύση του προβλήματος στο τελευταίο κεφάλαιο.

Τέλος, σημειώνεται το γενικότερο πνεύμα του σαρκασμού και του αυτοσαρκασμού που χαρακτηρίζει το περιεχόμενο του βιβλίου, και στο πλαίσιο του οποίου ο Αντρέας Νικολαΐδης δεν αφήνει έξω ούτε το δικό του βιβλίο ούτε και την κάθε λογής παρουσίασή του προς το κοινό. Συγκεκριμένα, στο πέμπτο κεφάλαιο, με αφορμή μία παρουσίαση βιβλίου του γιου του αφεντικού του, στην οποία είναι προσκεκλημένος και αναγκασμένος να πάει, ο ήρωας σημειώνει:

Στο κάτω κάτω ήταν μια βραδιά ποίησης. Δεν ξεγελιόταν. Είχε μάθει καλά πως όλες αυτές οι παρουσιάσεις βιβλίων, απαγγελίες ποίησης και διηγημάτων, συνήθως κατέληγαν σε ένα κακόγουστο φιάσκο». […]. Στο κενό της σιωπής του η Λίντα του αποκάλυψε πως τα βιβλία του γιου του κυρίου Κρίστενσεν που είχε διαβάσει δεν ήταν παρά μια αγγαρεία για αυτήν. […]. Στην πραγματικότητα, όπως και αυτή, πολύ λίγοι ήθελαν να είναι παρόντες απόψε σε αυτόν τον ποιητικό εξαναγκασμό.

Ευχή η πιο πάνω διαπίστωση να παραμένει στη σφαίρα του μύθου ενός λογοτεχνικού κειμένου και όχι στη σφαίρα της πραγματικότητας της παρούσας ανακοίνωσης.

Ο Κρανιακός Ιππόκαμπος του Αντρέα Νικολαΐδη θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ένα ανθυπνωτικό φάρμακο για το σήμερα, παρασκευασμένο από έναν άνθρωπο που διαφυλάττει εντός του αξίες και ιδανικά από τον «αόριστο του χτες». Ως μία πρόταση που, όπως σοφά αναφέρει στην τελευταία χριστουγεννιάτικη ομιλία του (2007) ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χριστόδουλος:

Απευθύνεται σήμερα σε έναν αλαζόνα και επηρμένον από τις τεχνολογικές του κατακτήσεις άνθρωπο, τον άνθρωπο που εξέθρεψε ο 20ος αιώνας και προβάλλει ο 21ος. Τον άνθρωπο της αφθονίας των μέσων και των επιτυχιών, της επιστήμης του αλλά και της πνευματικής ατροφίας, τον άνθρωπο του 21ου αιώνα που μοιάζει να είναι αποστεωμένος από έμπνευση και ελπίδα, θύμα της προόδου του, που πρέπει να ξυπνήσει από τον λήθαργο της χρησιμοθηρικής υλοφροσύνης και την κραιπάλη της πλασματικής αυτάρκειάς του.

Για τη μοίρα ενός ανθρώπου του χτες, προικισμένου με έναν ανήσυχο κρανιακό ιππόκαμπο, που αποστρέφεται κάθε βαλτωμένο πνεύμα της σύγχρονης εποχής, βρίσκοντας καταφύγιο στην τέχνη, δρώντας και δημιουργώντας στο περιθώριο της ζωής, ο αναγνώστης καλείται να συνομιλήσει με την εισαγωγική αφιέρωση του βιβλίου «Σε όσους δεν άντεξαν», σιγοψιθυρίζοντας τα λόγια του λατίνου ποιητή Λουκίλιου, τα οποία θα μπορούσαν να βγαίνουν από το στόμα του συγγραφέα ή του ήρωά του Κρανιακού Ιππόκαμπου:

Αφιέρωσα τον εαυτό μου στις θεωρητικές σπουδές. Αν και η φτωχική μου καταγωγή με προόριζε για άλλες ενασχολήσεις, στις οποίες τα κέρδη είναι άμεσα, εγώ στράφηκα προς την ποίηση, με την οποία δεν κερδίζεις τίποτε, και προς τη σωτήρια

σπουδή της φιλοσοφίας. Απέδειξα ότι η αρετή μπορεί να κατοικεί στην ψυχή κάθε ανθρώπου και, ξεπερνώντας τα εμπόδια της σκοτεινής γέννησής μου, έθεσα ως μέτρο του εαυτού μου όχι την τύχη, αλλά την ψυχή μου, σκαρφαλώνοντας έτσι στο επίπεδο των μεγάλων ανθρώπων⁷.

¹ Viktor Shklovsky, «Η τέχνη ως τεχνική»: Θεωρία Λογοτεχνίας. Κείμενα ρώσων φορμαλιστών, (πρόλ.: Roman Jakobson – Επιλογή/Παρουσίαση.: Tzvetan Todorov), Αθήνα, εκδ. Οδυσσέας 1995, σ.98.

² Roland Barthes, «Ο θάνατος του συγγραφέα»: Εικόνα-Μουσική-Κείμενο (μτφρ.: Γιώργος Σπανός / επιμ.: Λουκάς Ρινόπουλος), Αθήνα, εκδ. Πλέθρον 1988, 137-143.

³ «Η πρώτη ανάσα του βρέφους σηματοδότησε και επίσημα πια τη γέννηση του κρανιακού του ιππόκαμπου, που άρχισε να καλπάζει μεταφέροντας πληροφορίες από τη βραχυπρόθεσμη μνήμη στη μακροπρόθεσμη, αλλά και για την πλοήγησή του στον χώρο»

⁴ Γκεόργκ Χέγκελ, Φιλοσοφία της Φύσης, (εισ.-μτφρ.: Σταμάτης Γιακουμής) Αθήνα, εκδ. Ανοικτή Βιβλιοθήκη 2011, 37 (§ 257).

⁵ Σενέκας, «Η επιλογή των φίλων» και «Η αληθινή φιλία»: Σενέκας, Μαθήματα ζωής. Επιστολές στον Λουκίλιο, Αθήνα, εκδ. Ελληνικά Γράμματα 1995, σ. 24-31.

⁶ Charles Baudelaire, Περί της ουσίας του γέλιου και γενικά περί του κωμικού στις πλαστικές τέχνες, (μτφρ.-σχόλ.-επίμ.: Λίζυ Τσιριμώκου), Αθήνα, εκδ. Άγρα 2000.

⁷ Γιώργος Αραμπατζής, «Εισαγωγή»: Σενέκας, «Η επιλογή των φίλων» και «Η αληθινή φιλία»: Σενέκας, Μαθήματα ζωής. Επιστολές στον Λουκίλιο, Αθήνα, εκδ. Ελληνικά Γράμματα 1995, σ. 15-16.

Κατεβάστε – Κρανιακός Ιππόκαμπος Α. Αντζουλής 2020