Το βιβλίο αυτό πραγματεύεται τα αποτελέσματα της συμμετοχής της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις διαρθρωτικές αλλαγές που επέφερε σε αυτήν. Η Κυπριακή Δημόσια Διοίκηση, εντασσόμενη σε ένα διεθνές, ενωσιακό και τοπικό/κρατικό περιβάλλον, δέχεται πολλαπλές πιέσεις για εκσυγχρονισμό, ανταποκρισιμότητα και διαφοροποίηση του ρόλου της, ώστε να καταστεί επιτελική, συμβάλλοντας έτσι στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, βιωσιμότητα και ανταγωνιστικότητα του κυπριακού κράτους. Σε αυτό αναλύονται οι δομές και οι λειτουργίες της ΚΔΔ και ο βαθμός ανταπόκρισής της στις προκλήσεις, και επεξηγείται η διαδικασία χάραξης των διοικητικών πολιτικών και ο βαθμός διαμόρφωσής τους από τους εμπλεκόμενους φορείς. Κατά τη μνημονιακή περίοδο (2013-2017), εφαρμόστηκαν προγράμματα και πολιτικές λιτότητας, για να επέλθει η σταθεροποίηση των κρατικών προϋπολογισμών και του χρηματοπιστωτικού τομέα, ενώ επλήγησαν υπέρμετρα τα δικαιώματα και η ευημερία των ανθρώπων. Η προσπάθεια να μειωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα και να τονωθεί η αγορά προκάλεσε μαζικές περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, μείωση των συντάξεων, περιορισμό των εργασιακών δικαιωμάτων και επιβολή σκληρών δημοσιονομικών πολιτικών.
Επιπρόσθετα, η μελέτη αυτή καταπιάνεται και με τον θεσμό της τοπικής αυτοδιοίκησης, ο οποίος είναι θεσμός άμεσης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αφού υποστηρίζει την ενεργό συμμετοχή του πολίτη στα κοινά, προσφέροντας αποτελεσματικότερες υπηρεσίες, γιατί οι φορείς του γνωρίζουν τα τοπικά θέματα καλύτερα από άλλους φορείς εξουσίας. Οι αρχές της εγγύτητας παροχής υπηρεσιών στους πολίτες, της προσβασιμότητας στις υπηρεσίες, η ποιότητα των υπηρεσιών, η καθολικότητα, η επικουρικότητα και η ευρύτερη λαϊκή συμμετοχή διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο για την εφαρμογή και τον εκσυγχρονισμό του θεσμού της τοπικής αυτοδιοίκησης. Οι μεταρρυθμιστικές προτάσεις της κυβέρνησης κατά τη μνημονιακή περίοδο διαπνέονταν από τις αρχές του Νέου Δημόσιου Μάνατζμεντ και της Διακυβέρνησης. Η κυβέρνηση κατάφερε να επιφέρει σταθεροποίηση των κρατικών προϋπολογισμών και του χρηματοπιστωτικού τομέα και να ανταποκριθεί με επιτυχία στις μνημονιακές υποχρεώσεις της χάρις στη συνέπεια στην πολιτική της αλλά και στη συσσωρευμένη εμπειρία ικανών στελεχών της ΔΔ. Η ΔΔ δεν κατάφερε να εκσυγχρονιστεί την περίοδο αυτή, παρά τις διατάξεις και την μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας. Αναδείχθηκε, επίσης, η αναγκαιότητα εφαρμογής της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης (e-Government) μέσω της ευρείας χρήσης των ΤΠΕ στις εσωτερικές λειτουργίες της ΔΔ, αλλά και στην επικοινωνία και τις συναλλαγές της με τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, για τον ανασχεδιασμό των διαδικασιών και των οργανωτικών δομών της. Η ηλεκτρονική δημοκρατία (e-Democracy) αναφέρεται στη χρήση των ηλεκτρονικών μέσων για την υποστήριξη της επικοινωνίας στη ΔΔ, καθώς και στη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, με την παροχή σε αυτούς εκτεταμένης πληροφόρησης σχετικά με τις αποφάσεις και τις ενέργειες των δημόσιων οργανισμών, τη διαμόρφωση ηλεκτρονικών μορφών παραπόνων και απόψεων (e-Forms), την ηλεκτρονική διαβούλευση για κρίσιμα θέματα της ΔΔ (e-Consultations) ή και για ηλεκτρονικές ψηφοφορίες για σημαντικά θέματα που αφορούν τους πολίτες.
Η επιστήμη της διαχείρισης της γνώσης (knowledge management) δύναται, με προκαθορισμένες διαδικασίες, να ενημερώνει τους πολίτες για τα αντικείμενα της δραστηριότητας των δημόσιων οργανισμών. Οι παρεμβάσεις ομάδων πίεσης προς την εκτελεστική εξουσία, στον βαθμό που μεταφέρουν ανάγκες της κοινωνίας και δεν υποχρεώνουν την τελευταία να λειτουργήσει προνομιακά προς αυτές, καταστρατηγώντας τις δικές της ιεραρχήσεις, μπορεί να λειτουργήσει θετικά. Σε διαφορετική περίπτωση, οι ενέργειες αυτές στην ουσία δημιουργούν δημοκρατικό έλλειμμα. Η κωδικοποίηση της νομοθεσίας που αφορά στις Γενικές Αρχές Διοικητικού Δικαίου (ΓΑΔΔ) βοήθησε στην καθημερινή πρακτική και την ενδοϋπηρεσιακή εφαρμογή, γιατί παρείχε τη δυνατότητα προληπτικού διοικητικού ελέγχου για πιστή εφαρμογή του νόμου, σε κάθε απόφαση της διοίκησης.